καθοδηγίας

καθοδηγίας
καθοδηγίᾱς , καθοδηγία
fem acc pl
καθοδηγίᾱς , καθοδηγία
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καθοδηγία — η (Α καθοδηγία) [καθοδηγώ] η καθοδήγηση αρχ. (ειδ.) η υπόδειξη τού δρόμου («ὑδρείας τε τυγχάνειν καὶ καθοδηγίας», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”